πανομματος

πανομματος
    πανόμματος
    πᾰν-όμμᾰτος
    2
    всевидящий, ясновидящий
    

(χάρις Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πανομματος" в других словарях:

  • πανόμματος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόμματος — ον, ΜΑ (για τον θεό) αυτός που προσβλέπει προς όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + όμματος (< ὄμμα, ατος), πρβλ. πολυ όμματος] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»